ἐμπεδορκέω
1 ἔμπεδος
2 ἔμπεδος
Ἔμπεδος
ἐμπεδοσθενής
Ἐμπεδότιμος
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπείραμος
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόγαμος
ἐμπειρογνώστης
ἐμπειροθάλασσος
ἐμπειρόπλοος
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπέκτρια
ἐμπελαγίζω
ἐμπελάδην
ἐμπελᾰδόν
ἐμπελάζω
ἐμπέλανον
ἐμπέλασις
ἐμπελαστικῶς
ἐμπελάτειρα
ἐμπελάω
ἐμπέλιος
ἐμπεπαίνομαι
ἐμπέπτας
ἐμπέρᾰμος
Ἐμπέραμος
ἐμπερατόω
ἐμπερής
ἐμπεριάγω
ἐμπεριβάλλω
ἐμπερίβολος
ἐμπερίγραπτος
ἐμπερίγραφος
ἐμπεριγράφω
ἐμπεριδράσσομαι
ἐμπεριειλέω
ἐμπεριείργω
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμπεριισχάνω
ἐμπερικλείω
ἐμπερικρατέω
ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριλείπομαι
ἐμπεριληπτικός
ἐμπερίληψις
ἐμπερινοέω
ἐμπερινοστέω
ἐμπερίοδος
ἐμπεριορίζω
ἐμπεριοχή
ἐμπεριπατέω
ἐμπεριπείρω
ἐμπεριποιέω
ἐμπερίσπαστος
ἐμπεριστατέω
ἐμπερίστατος
ἐμπεριστέγω